- αλατιέρα
- η [αλάτι]μικρό επιτραπέζιο σκεύος από γυαλί, ξύλο, ή άλλο υλικό για τη φύλαξη του αλατιού, αλατοδοχείο, αλατερή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλατιέρα — η το αλατοδοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τσελίνι, Μπενβενούτο — (Benvenuto Cellini, Φλωρεντία 1500 – 1571). Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης και συγγραφέας, ένα από τα πιο ζωντανά πνεύματα της φλωρεντινής καλλιτεχνικής ζωής του 16ου αι. Η φήμη του συνδέεται με την αυτοβιογραφία του, με τον μαχητικό του χαρακτήρα, με … Dictionary of Greek
-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αλατερή — η αλατιέρα* … Dictionary of Greek
αλατερό — το αλατιέρα* … Dictionary of Greek
αλατοδοχείο — το η αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + δοχείο] … Dictionary of Greek
αλατοθήκη — η επιτραπέζιο σκεύος που περιέχει αλάτι, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + θήκη] … Dictionary of Greek
αλατολόγος — ο αλατοθήκη, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + λόγος < λέγω «συλλέγω»] … Dictionary of Greek
κυμινοδόκον — κυμινοδόκον, τὸ (Α) δοχείο που περιείχε κύμινο και τοποθετούνταν στο τραπέζι όπως η αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόκον (< δέχομαι), πρβλ. μελανο δόκον] … Dictionary of Greek